Μ
|
Η αμυγδαλιά
λοιπόν που τη συναντούμε στους πρόποδες του Βερμίου και άγρια και καλλιεργούμενη
ήμερη φέρει το επιστημονικό όνομα Αμυγδαλή η κοινή (Amygdalus communis) και ανήκει στην
οικογένεια Ροδίδες (Rosaceae).
Η άγρια αμυγδαλιά είναι αγκαθωτός θάμνος
με πικρούς καρπούς, ενώ η ήμερη δέντρο ύψους 4 - 12 μέτρα. Θα τη συναντήσουμε
κυρίως σε ασβεστολιθικά εδάφη. Αντέχει στην ξηρασία και στην παγωνιά και δεν
χρειάζεται ιδιαίτερη περιποίηση (κλαδέματα, λιπάσματα κ.λ.π.). Η καταγωγή της
είναι από την Νοτιοδυτική Ασία.
Είναι φυτό
φυλλοβόλο. Ζει μέχρι 70 χρόνια. Ο κορμός της είναι τραχύς με πολλές αυλακώσεις.
Τα φύλλα είναι λογχοειδή, σχετικά μικρά, ανοιχτοπράσινα, λεία, πριονωτά και με
μικρό μίσχο. Τα άνθη της είναι άσπρα ή ρόδινα και αποτελούνται από πέντε πέταλα.
Ανθίζει Ιανουάριο – Φεβρουάριο. Ο καρπός της, το αμύγδαλο, είναι δρύπη και περιβάλλεται
από σκληρό εξωκάρπιο. Τα αμύγδαλα περιέχουν πολλά φυτικά έλαια (αμυγδαλέλαιο),
βιταμίνες (κυρίως Ε), σάκχαρα κ.λ.π. Τα άγρια πικραμύγδαλα περιέχουν την
αμυγδαλίνη, η οποία μπορεί να μετατραπεί σε δηλητηριώδες υδροκυάνιο. Γιαυτό
καλά θα κάνουν μερικοί, που πιστεύουν ότι τα πικραμύγδαλα θεραπεύουν τις πιο
άσχημες αρρώστιες, να προσέχουν, διότι κινδυνεύουν να πεθάνουν από δηλητηρίαση.
Τα αμύγδαλα
χρησιμοποιούνται σαν θρεπτικοί ξηροί καρποί και στη ζαχαροπλαστική. Το
αμυγδαλέλαιο, από γλυκά ή πικρά αμύγδαλα, χρησιμοποιείται επίσης στη
ζαχαροπλαστική καθώς και στην αρωματοποιία και τη φαρμακευτική. Επίσης το ξύλο της αμυγδαλιάς χρησιμοποιείται
στην επιπλοποιία.